Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2006

19. Είναι Κουζίνα




Η διπλανή μου: Είναι Κουζίνα.

Όχι, δεν κυριολεκτώ, αν και δε θα μπορούσα να αποκλείσω μια τέτοια μου αντίληψη όσο βρίσκομαι στα όρια μεταξύ συνειδητού και ενυπνίου, γνωρίζοντας πως οι αισθήσεις μου παίζουν κουτσό χοροπηδώντας με το ένα πόδι πότε στη μια και πότε στην άλλη περιοχή.

Η διπλανή μου διαβάζει το ένθετο "Κουζίνα" του περιοδικού "Είναι", και πράγματι Είναι, φαίνεται τουλάχιστον, τόσο απορροφημένη! Θα φταίνε ίσως οι γεμιστές πιπεριές με τέσσερα τυριά (ποτέ ελληνικά, και το ένα πάντα ροκφόρ) και άνηθο, ή η παραδοσιακή κρητική συνταγή του κριθαρένιου ντάκου με λιωμένο τσένταρ, φυλλαράκια δυόσμου και κέτσαπ.
Μπορεί και η ίδια να πιστεύει, όσο τα παχουλά της χεράκια κόβουν κλεφτές μπουκίτσες από ένα τσουρέκι που μόλις εξέχει από την ψάθινη τσάντα της, ζητώντας κι αυτό προσοχή, ότι εκείνη τη στιγμή γεύεται πράγματι τη γλυκόξινη εξωτική γεύση του ζουμερού και λαχταριστού (όπως φαίνεται φωτογραφημένο με τους close-up) Ταϋλανδέζικου γεύματος. Και μπορεί αυτή τη στιγμή να το κάνει κρυφά, ένοχα (είμαι σίγουρος, κάθε γυναίκα ερνείται πεισματικά ότι τσιμπολογάει ακατάπαυστα από αμηχανία), αλλά νομίζω πως η προσοχή που ζητά δεν είναι λιγότερη από αυτήν που αποσπά το τσουρεκάκι της, προβάλλοντας σχεδόν προκλητικά από μια ψάθινη τσάντα με παραχωμένα αταίριαστα πράγματα -ένα σάντουιτς σπιτικό, μια χτένα, γυαλιά ηλίου, ένα μπουκαλάκι νερό, κεντητό πορτοφόλι, ένα κουτί ζαχαροπλαστείου -πιθανότατα γεμάτο σιροπιαστά γλυκίσματα- το υπόλοιπο Είναι, κάτι σαν πούδρα, ένα δώρο τυλιγμένο με ροζ κορδέλα και, βεβαίως, το γνωστό και μισοφαγωμένο πλέον τσουρέκι.



Δεν ξέρω γιατί, μου έρχεται στο νου η λέξη "πεσκέσι". Δε γνωρίζω την ακριβή ετυμολογία της λέξης (...) αλλά πλάθω σενάρια με πρωταγωνίστρια μια παχουλή χωριατοπούλα που ταξιδεύει για πρώτη φορά μόνη, αποδεσμαυμένη επιτέλους από τη σκια της πατριαρχικής οικογένειας, για να συναντήσει το προξενιό της, το μέσο απελευθέρωσης, και θα τον ευχαριστήσει προσφέροντάς του -αρχικά διστακτικά, όπως αρμόζει σε μια σεμνή κοπέλα- τον εαυτό της και ένα πεσκέσι από το χωριό, χωρίς ("κρίμα, μου έπεσε στο δρόμο!") το φτιαγμένο με φρέσκα αυγά και κατσικίσιο γάλα και ψημένο σε φούρνο με ξύλα τσουρεκάκι, τυπικά απολεσθέν, αλλά στην ουσία αναπαυόμενο μακάρια στο στομάχι της, περιμένοντας κι αυτό ένα κύμα οξέων να το μεταβολίσει και να πάρει μαζί του ακόμη και το τελευταίο αποδεικτικό στοιχείο της ενοχής της.

Σηκώνομαι και από αυτή τη θέση, πλάι στην κοπέλα που εξάντλησε πια το ενδιαφέρον μου -και το τσουρέκι- και καταλαμβάνω ζεύγος θέσεων με καλή θέα και αέρα.

Μόλις προλαβαίνω να ανάψω το έκτο τσιγάρο (...)

Ετικέτες

1 Comments:

Blogger fling_thing said...

Το πεσκέσι (τουρκ. peşkeş) είναι τούρκικη λέξη που σημαίνει δώρο, συνήθως γλυκά ή πιοτό.
Η λέξη αυτή έχει περάσει στις δημώδεις ελληνικές εκφράσεις με σημασία του απροσδόκητου και του ανέλπιστου. Λέγεται όμως πολλές φορές και σκωπτικά: "του πήγε πεσκέσι" ή "του ΄ρθε πεσκέσι" ή "του ΄δωσε τη κλήση πεσκέσι".
wikipedia..

15/12/06, 11:54 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home