Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2006

08. Όχι ακριβώς μπαράκι

…ένα μικρό μπαράκι, σαν κατάστρωμα πλοίου.
Κλειστό σήμερα, με ένδειξη όμως πως υπό κανονικές συνθήκες λειτουργεί.
Ξύλινο (δάπεδο, κολώνες, έπιπλα…) και περίπου 60 εκατοστά υψωμένο από τα βότσαλα, σαν να αποτελεί σκηνή θεάτρου.
Στην «είσοδό» του ίχνη από κάποια σκαλίτσα που μπορεί να υπήρξε.




Η πρώτη μου σκέψη ήταν ακριβώς αυτή (και την ακολούθησε η γνωστή σειρά αποριών):
--> Πού είναι η σκαλίτσα;
--> Πώς ανεβαίνει κόσμος εκεί;
--> Αφού δε φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί, γιατί το έχουν αφήσει χωρίς σκάλα;

--> Μήπως η είσοδος είναι από τη μεριά του δρόμου, και το –όχι και τόσο σκληρό- όριο των 60εκ. σου θυμίζει ότι δε συνίσταται να κατέβεις στην παραλία;
--> 60εκ. λένε «δε συνίσταται», ενώ ας πούμε 1,5μ. θα έλεγε «απαγορεύεται».
--> Τι είναι αυτό που μας κάνει να διαβάζουμε στο χώρο απαγορεύσεις ή περιορισμούς σαν να ήταν οδικά σήματα;

--> Εγώ διαβάζω διαφορετικά από άλλους;
--> Τι θα γινόταν αν η κατασκευή αυτή στεκόταν εκεί από τη δεκαετία του ’60, όπως το 8ώροφο ξενοδοχείο/σημάδι-μου-να-μη-χαθώ-στην-περιοχή;
Εγώ σήμερα αυτά τα 60εκ., με τα αθλητικά μου παπούτσια και το παντελόνι μου, τα βλέπω ως κάτι εύκολο να ξεπεράσει κανείς, μάλλον ως πρόκληση («δε συνίσταται», αλλά μπορώ να τα ανεβοκατέβω, και μάλιστα θα το κάνω επειδή αυτό το σχήμα «φιλόξενο μπαρ-φιλόξενη παραλία-σκληρό όριο» φαίνεται να μου γελά κατάμουτρα
και να με προκαλεί).
Μια κυρία το ’60 (όπως τουλάχιστον φαντάζομαι τις «κυρίες του ’60»), που διασκεδάζει σε ένα παραλιακό μπαράκι, φορώντας ίσως ένα φόρεμα που θα αναδεικνύει την αστική της καταγωγή και καθημερινότητα, συνδυασμένο με ψηλά τακούνια (που αποτελούν πάλι όχι μόνο σύμβολο θηλυκότητας αλλά και ένδειξη ατόμου συνηθισμένου σε ομαλά δάπεδα, σε νυχτερινές εξόδους σε night-clubs της πόλης, σε χειροφιλήματα, σε δεξιώσεις με ορεκτικά και λίγο κουμ-καν, σε διακοπές σε κοσμοπολίτικα θέρετρα) θα έπαιρνε αυτούς τους 60 πόντους σίγουρα ως απαγόρευση. Θυμωμένα.


Αυτά σκεφτόμουν στα 3-4 βήματα που μεσολάβησαν μέχρι να δω, πίσω από τη γωνία του «καταστρώματος», γερμένη πάνω στα βότσαλα και αφημένη στο έλεος του καιρού και των περαστικών, τη μικρή ξύλινη σκαλίτσα η οποία κάποτε εξομάλυνε το όριο που λίγες στιγμές πριν με προκαλούσε.



Από την ξύλινη κατασκευή έλειπε μια σανίδα.
Δε μπορούσα παρά να χαμογελάσω στη σκέψη ότι ο ψαράς μου συνήθιζε να παίρνει την εκδίκησή του απέναντι στις κυρίες του ’60 (που με τα ψηλά τακούνια τους έρχονταν να διασκεδάσουν στην περιοχή του καταβροχθίζοντας τα ψάρια του με μικρές μικρές –όπως αρμόζει σε μια κυρία- μπουκίτσες), χρησιμοποιώντας ως στήριγμα για την πετονιά του τη σανίδα από τη σκάλα που θα ένωνε τον κόσμο του μπαρ με το δικό του κόσμο –την παραλία.
Την πετονιά του που, όπως σκεφτόμουν λίγες ώρες πριν καθισμένη στη δική του μεριά του τείχους, σχηματίζοντας αυτό το αόρατο δικτύωμα θα προστατεύει σαν τις ακτίνες λέιζερ την περιουσία του.

Ετικέτες , ,