Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2006

17. Ο ταξιδιώτης_2

Συνήθως δε γνωρίζω τι ώρα είναι.
Βλέπω την ώρα μόνο πάνω στα εισιτήρια που μόλις ακύρωσα.
Τα εισιτήρια είναι αυτά που μου επιτρέπουν να ταξιδεύω, και μάλιστα μου επιτρέπουν να ταξιδεύω με συχνότητα τέτοια ώστε να χάνω την αίσθηση του χρόνου.

Δε βλέπω την ώρα να ξαναταξιδέψω.

(ώρα ήταν να το πω αυτό)

"Ξέρεις τι ώρα θα φτάσουμε;"

Δεν ξυπνάω ακόμη.

Κοιτάζω την κοπέλα στο διπλανό κάθισμα και περιεργάζομαι τα χαρακτηριστικά της -μακριά και ίσια καστανά μαλλιά, μια ελιά στο αριστερό μάγουλο, μάτια μικρά και τόσο άχρωμα, ασήμαντη, τελείως ασήμαντη- όσο εκείνη περιμένει κάποια απάντηση, νιώθοντας ίσως έκπληκτη μπροστά σε αυτό που αντικρύζει. Ένας άνθρωπος χωμένος ή/και χαμένος σ' έναν κόσμο άλλο, να την κοιτά και να προσπαθεί ν' αρθρώσει μια λέξη, μια δικαιολογία έστω, μια υπεράσπιση, να την κοιτά, να την κοιτά και να χάνεται όλο και πιο βαθιά σε διαδοχικούς στροβιλισμούς πολύχρωμων λέξεων και να προσπαθεί με τη χούφτα να πιάσει δυο-τρεις, έτσι για να μπορέσει -τύποις μόνο- να ανταπεξέλθει στην τεράστια αυτή δοκιμασία. Προσπαθώ να σηκώσω το αριστερό μου χέρι για να δω την ώρα, αλλά οι δείκτες γυρνούν τώρα τόσο γρήγορα, λες και παίζουν στο ίδιο τέμπο με τις πολύχρωμες σπείρες μου και το οκτώ γίνεται εννιά και βγαίνει από το καντράν, ανοίγει και στροβιλίζεται κι αυτό στο χορό, τον τρελό, τον υπέροχο χορό όπου συμμετέχουν -τι κρίμα!- όλοι εκτός από εμένα.

"Σε... είναι τρεις, όχι!
Τέσσερις... παρά... ναι, σε... είκοσι.
Σε είκοσι.
Λεπτά".

Πόσο ντρέπομαι!
Με ευχαριστεί χαμογελώντας αμήχανα και γυρίζει το κεφάλι.
Πόσο ντρέπομαι! Για μένα. Με εκείνη ίσως ασχοληθώ αργότερα. Όχι, δεν ντρέπομαι τώρα για εκείνη, για το άχρωμο βλέμμα, είναι νωρίς να ντραπώ για εκείνη, νωρίς, κι εγώ είμαι απασχολημένος, πολύ απασχολημένος. Για την ώρα πρέπει να σηκωθώ από τη θέση μου. Δε θα άντεχα για άλλα είκοσι λεπτά (είκοσι της είπα;) να τρέμω ότι μπορεί να ξαναχρειαστεί να αναζητήσω λέξεις. Σκέψεις ναι. Αλλά όχι, λέξεις όχι, ντρέπομαι, ντρέπομαι τόσο πολύ!

Ετικέτες