Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2006

Σκέψη των 5 λεπτών

Μικρή απόπειρα να καταλάβω γιατί το ένστικτό μου με πήγε αρχικά εκεί. (Μη ρωτήσετε που, δε θυμάστε? Ολόκληρος «προσωρινός τίτλος»)

Δε θα μιλήσω καν για το ταξίδι και τη φιλοξενία. Ούτε για τουρισμό. Καλά, ίσως λίγο.
Το 1967 ο Stoppard θέλει να μιλήσει για την εξουσία.
Μέσα από τον Άμλετ, έστω.
Αντί να εκθρονίσει, όμως, στο έργο του την αυλή, ή να αλλάξει τους χαρακτήρες, τα πρόσωπα, τα γεγονότα, να δημιουργήσει άλλους προδότες και κακούς, απλά βάζει στο προσκήνιο δύο αντι-ήρωες. Δύο «κομπάρσους» του Άμλετ, που βρίσκονται μέσα σε μια πλοκή (την πραγματική πλοκή του Άμλετ) την οποία δε μπορούν να καταλάβουν.

Ψάχνουν για την ταυτότητά τους. Οι γύρω τους αναφέρονται σε αυτούς ως «οι Rosencrantz και Guildenstern» χωρίς να γνωρίζουν ποιος είναι ποιος, όμως το πιο ειρωνικό είναι πως και οι ίδιοι μπερδεύονται ο ένας με τον άλλο. (ενδιαφέρον είναι το ότι οι ηθοποιοί που έπαιζαν τους ήρωες αυτούς στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου αρχικά είχαν κληθεί ο ένας για το ρόλο του άλλου!)

Ο επαναλαμβανόμενος, συχνά παράλογος διάλογός τους (μου αρέσει να σκέφτομαι ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει επειδή οι διάλογοί τους είναι εκτός του «σοβαρού» κειμένου του Σαίξπηρ -το οποίο συναντάμε συνεχώς στους διαλόγους των «σοβαρών» ηρώων του Άμλετ, σε χαρτιά που παίρνει ο άνεμος, σε τσαλακωμένες μπάλες και πεταμένες σελίδες, σε χάρτινες βαρκούλες και σαϊτες), τα παιχνίδια με τις λέξεις, το –τραβηγμένο πέρα από κάθε θεωρία πιθανοτήτων- παιχνίδι με το νόμισμα…Οι «πρωταγωνιστές» ουσιαστικά περνούν χρόνο μέχρι να αρχίσει η «δράση». Δεν σκέφτονται πως οι ίδιοι είναι η δράση, γιατί δεν είναι η μοίρα τους να πρωταγωνιστήσουν, γιατί το έργο ήδη έχει γραφτεί με αυτούς στο περιθώριο και μάλιστα στο τέλος να πεθαίνουν. Ο ίδιος ο τίτλος μας το υπενθυμίζει. Ξέρουμε από την αρχή ότι αυτοί οι δύο γεμίζουν το χρόνο τους (ή το χρόνο «μας», το χρόνο του έργου του Σαίξπηρ) πριν πεθάνουν.

Στην περιοχή μας βλέπω να συμβαίνει το ίδιο, μια μέση κατάσταση. Δεν είναι τουριστική περιοχή, αλλά ούτε και αστική. Δε σου παρέχει σε καμία περίπτωση τη «δράση» της πόλης, αλλά ούτε και τη χαλάρωση των διακοπών, αφού βρίσκεται τόσο κοντά, οπότε μένοντας εκεί κατά κάποιο τρόπο κι εσύ «περιμένεις» να γίνει κάτι, περιμένεις την εξέλιξη μιας δράσης, ενός διαλόγου, ενός συστήματος πραγμάτων (η οποία δεν έρχεται) ή περιμένεις να φύγεις, περιμένεις να δεις τους πρωταγωνιστές, περιμένεις τον Godot.

Εδώ που τα λέμε, και το ξενοδοχείο Χανικιαν και οι Αγ. Θεόδωροι (ή οι Αγ. Θεόδωροι και το Χανικιαν), επίσης μοιάζουν με κομπάρσους, με αντι-ήρωες. Μέσα στην υπαρξιακή τους κρίση αναζητούν –ακριβώς όπως ο Rosencrantz και ο Guildenstern (ή ο Guildenstern και ο Rosencrantz) τη χαμένη τους ταυτότητα: «Κάποτε θυμόμουν».Περασμένα μεγαλεία, ένα παρόν απροσδιόριστο και ένα μέλλον που μάλλον όλοι γνωρίζουμε πως δε θα έχει σχέση με οποιοδήποτε ένδοξο παρελθόν.
Τουλάχιστον όχι με τους ίδιους όρους, όχι να το χωρέσουμε σε ένα ήδη γραμμένο σενάριο.

Ετικέτες ,

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2006

08. Όχι ακριβώς μπαράκι

…ένα μικρό μπαράκι, σαν κατάστρωμα πλοίου.
Κλειστό σήμερα, με ένδειξη όμως πως υπό κανονικές συνθήκες λειτουργεί.
Ξύλινο (δάπεδο, κολώνες, έπιπλα…) και περίπου 60 εκατοστά υψωμένο από τα βότσαλα, σαν να αποτελεί σκηνή θεάτρου.
Στην «είσοδό» του ίχνη από κάποια σκαλίτσα που μπορεί να υπήρξε.




Η πρώτη μου σκέψη ήταν ακριβώς αυτή (και την ακολούθησε η γνωστή σειρά αποριών):
--> Πού είναι η σκαλίτσα;
--> Πώς ανεβαίνει κόσμος εκεί;
--> Αφού δε φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί, γιατί το έχουν αφήσει χωρίς σκάλα;

--> Μήπως η είσοδος είναι από τη μεριά του δρόμου, και το –όχι και τόσο σκληρό- όριο των 60εκ. σου θυμίζει ότι δε συνίσταται να κατέβεις στην παραλία;
--> 60εκ. λένε «δε συνίσταται», ενώ ας πούμε 1,5μ. θα έλεγε «απαγορεύεται».
--> Τι είναι αυτό που μας κάνει να διαβάζουμε στο χώρο απαγορεύσεις ή περιορισμούς σαν να ήταν οδικά σήματα;

--> Εγώ διαβάζω διαφορετικά από άλλους;
--> Τι θα γινόταν αν η κατασκευή αυτή στεκόταν εκεί από τη δεκαετία του ’60, όπως το 8ώροφο ξενοδοχείο/σημάδι-μου-να-μη-χαθώ-στην-περιοχή;
Εγώ σήμερα αυτά τα 60εκ., με τα αθλητικά μου παπούτσια και το παντελόνι μου, τα βλέπω ως κάτι εύκολο να ξεπεράσει κανείς, μάλλον ως πρόκληση («δε συνίσταται», αλλά μπορώ να τα ανεβοκατέβω, και μάλιστα θα το κάνω επειδή αυτό το σχήμα «φιλόξενο μπαρ-φιλόξενη παραλία-σκληρό όριο» φαίνεται να μου γελά κατάμουτρα
και να με προκαλεί).
Μια κυρία το ’60 (όπως τουλάχιστον φαντάζομαι τις «κυρίες του ’60»), που διασκεδάζει σε ένα παραλιακό μπαράκι, φορώντας ίσως ένα φόρεμα που θα αναδεικνύει την αστική της καταγωγή και καθημερινότητα, συνδυασμένο με ψηλά τακούνια (που αποτελούν πάλι όχι μόνο σύμβολο θηλυκότητας αλλά και ένδειξη ατόμου συνηθισμένου σε ομαλά δάπεδα, σε νυχτερινές εξόδους σε night-clubs της πόλης, σε χειροφιλήματα, σε δεξιώσεις με ορεκτικά και λίγο κουμ-καν, σε διακοπές σε κοσμοπολίτικα θέρετρα) θα έπαιρνε αυτούς τους 60 πόντους σίγουρα ως απαγόρευση. Θυμωμένα.


Αυτά σκεφτόμουν στα 3-4 βήματα που μεσολάβησαν μέχρι να δω, πίσω από τη γωνία του «καταστρώματος», γερμένη πάνω στα βότσαλα και αφημένη στο έλεος του καιρού και των περαστικών, τη μικρή ξύλινη σκαλίτσα η οποία κάποτε εξομάλυνε το όριο που λίγες στιγμές πριν με προκαλούσε.



Από την ξύλινη κατασκευή έλειπε μια σανίδα.
Δε μπορούσα παρά να χαμογελάσω στη σκέψη ότι ο ψαράς μου συνήθιζε να παίρνει την εκδίκησή του απέναντι στις κυρίες του ’60 (που με τα ψηλά τακούνια τους έρχονταν να διασκεδάσουν στην περιοχή του καταβροχθίζοντας τα ψάρια του με μικρές μικρές –όπως αρμόζει σε μια κυρία- μπουκίτσες), χρησιμοποιώντας ως στήριγμα για την πετονιά του τη σανίδα από τη σκάλα που θα ένωνε τον κόσμο του μπαρ με το δικό του κόσμο –την παραλία.
Την πετονιά του που, όπως σκεφτόμουν λίγες ώρες πριν καθισμένη στη δική του μεριά του τείχους, σχηματίζοντας αυτό το αόρατο δικτύωμα θα προστατεύει σαν τις ακτίνες λέιζερ την περιουσία του.

Ετικέτες , ,

07. Όχι ακριβώς καταγραφή

Σηκώθηκα και περπάτησα περίπου 1 χιλιόμετρο στην παραλία. Συνάντησα:

--> Αρκετούς ακόμη «ψαράδες».


--> Δάσος από μπηγμένα στα βότσαλα κοντάρια, σε αντιστοιχία με εκείνα του γλύπτη – ψαρά μου, όμως σίγουρα βαλμένα εκεί για διαφορετικό λόγο (άραγε ο ψαράς μου δεν είχε μπει ποτέ στον πειρασμό να τα χρησιμοποιήσει;). Μάλλον τα καλοκαίρια χρησιμοποιούνται σαν βάση για ομπρέλες.

--> Ένα μικρό μπαράκι…
(Σ’ αυτό το σημείο παρατηρώ ότι το μπαράκι έχει μια περιγραφή 2 σελίδων -με τέτοια έκταση άδικαιολόγητος ο προσδιορισμός και το υποκοριστικό - οπότε αποφασίζω να το μεταφέρω στο επόμενο post)

Ετικέτες ,

06. Η ανταμοιβή

Εξακολουθώ και κάθομαι στο παγκάκι μου, πίσω ακριβώς από τον ψαρά μου.
Πριν λίγα λεπτά έπιασε ένα μεγαλούτσικο ψάρι γύρω στα 40 εκατοστά μήκος (τώρα, εμένα σαν ροφός μου φάνηκε, ελπίζω να μην παρεξηγηθεί η εικασία μου από κάποιον που θα έρθει να με ρωτήσει: «τι γράφεις?» -η αλήθεια όμως είναι ότι όσον αφορά τις ψαράδικες αφηγήσεις κανείς δε μπορεί να είναι ποτέ σίγουρος).


Πριν ακόμη καταλάβω ότι υπάρχει στο οπτικό μου πεδίο ένα πλάσμα που σπαρταράει ανυπόφορα –και δεν παίρνει και πολύ χρόνο για να πέσε
ι κάτι τέτοιο στην αντίληψη κάποιου- ακουστήκαν χειροκροτήματα και επευφημίες από τη μονοκατοικία πίσω μου, η οποία ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ δεν υπήρχε εκεί όταν πριν κάνα δίωρο ήρθα να κάτσω στο παγκάκι μου, τουλάχιστον όχι πριν αρχίσουν οι κάτοικοί της να φωνάζουν για να με κάνουν να γυρίσω το κεφάλι να τους προσέξω.

Και ξαφνικά, μέσα σε μόλις μισή ώρα, το μικρό κομμάτι παραλίας που κάλυπτε το οπτικό μου πεδίο γέμισε με άλλους επίδοξους ψαράδες, με περίεργους που ήρθαν να δουν τι γίνεται, με παιδάκια που φαντασίωναν και πραγματοποιούσαν απίστευτες χορογραφίες συνοδευόμενα από αυτοσχέδια τραγουδάκια περί ψαριών, και τέλος με φίλους του ψαρά μου που πήγαν κοντά του προφανώς για να κρατήσουν –στις ψαράδικες ιστορίες που θα αναφερθούν το βραδάκι σε κάποιο καφενείο ή ταβερνάκι της περιοχής- το ψάρι στο μήκος των 40 μόλις εκατοστών του.

(κινούνται)

Ετικέτες ,

05. Ο ψαράς μου



Ο κύριος μπροστά μου ψαρεύει συνεχώς.
Μια με καλάμι (μέθοδος που τον αναγκάζει να μετακινείται διαρκώς πέρα δώθε στη στενή παραλία) και μια με πετονιά.
Σ’ αυτή την περίπτωση παρατηρώ πως ρίχνει την πετονιά στο νερό και ύστερα από λίγο, αφού σιγουρευτεί ότι κανένα ψάρι δεν έχει τσιμπήσει ακόμη ή δεν έχει σκαλώσει κάπου η πετονιά, μπήγει ένα ξύλο στα βότσαλα και τη στερεώνει πάνω του, σχηματίζοντας μια σχεδόν αόρατη γραμμή που καταφέρνει και χωρίζει το νερό στα δύο.
Φαντάζομαι πως άμα αφήσει πολλές πετονιές με αυτό τον τρόπο, θα δημιουργήσει ένα παράξενο γλυπτό με τα μπηγμένα στην άμμο ξύλα, ενώ μέσα στο νερό θα σχηματιστεί ένα δίκτυο από αόρατες γραμμούλες, όπως οι ακτίνες λέιζερ που βλέπουμε στα μουσεία των χολιγουντιανών ταινιών σαν σύστημα ασφαλείας.
Και στις δύο περιπτώσεις αρκετά επικίνδυνες (ή και θανατηφόρες) για όποιον τολμήσει να τις διασχίσει.




Κάθε λίγο και λιγάκι ο ψαράς μου ρίχνει ένα απίστευτο σπριντ από το ένα ξύλο στο άλλο, από τη μια άκρη της γραμμικής κατασκευής του στην άλλη, ελέγχοντας αν η ανεπαίσθητη κίνηση που κατάφερε να δει (ενώ εγώ ονειρευόμουν τόση ώρα γλυπτά και δίκτυα/δίχτυα) αντιστοιχεί σε μια μεγάλη ανταμοιβή που θα βγει από το δικτύωμά του σπαρταρώντας.

Ετικέτες ,

04. Bottom-up

Το κακό με το layout ενός blog είναι ότι οι νέες καταχωρήσεις εμφανίζονται πάνω πάνω και επομένως διαβάζονται πρώτες, πράγμα που χαλάει τις προθέσεις κάποιου που υποθέτουμε ότι δημοσιεύει μια σειρά από posts σύμφωνα με μια λογική συνέχεια.
Εδώ βέβαια συνήθως δεν υπάρχει λογική συνέχεια, αλλά είναι καλό και χρήσιμο να μας απασχολούν τέτοια θέματα.

Ετικέτες ,

03. What follows is...

...σκόρπιες σκέψεις που βρήκα στο σημειωματάριό μου του Σαββάτου.
Αγαπητοί αναγνώστες, μην παρεξηγήσετε τα κείμενα και μην προσπαθήσετε να βγάλετε νόημα αν δε βγαίνει με την πρώτη (πιθανότατα δεν υπάρχει, αλλά αν έχετε κάποια επιτυχία, επικοινωνήστε μαζί μου, θα σας είμαι ευγνώμων). Τα κείμενα απλά μεταφέρθηκαν απευθείας από το σημειωματάριο στο blog και δεν έχουν υποστεί επεξεργασία, επειδή ήθελα απλά να κρατήσω την αίσθηση εκείνων των ωρών, όπως ακριβώς αποτυπώνονται σε ένα χαρτί.
Η μόνη «λογοκρισία» που επέτρεψα στον εαυτό μου ήταν για καμιά δεκαριά σελίδες πιο προσωπικών καταγραφών, τις οποίες με καμία λογική δε μπορούσα να συνδέσω με το ζητούμενό μας, ούτε καν με την περιοχή στην οποία βρισκόμουν εκείνες τις στιγμές της καταγραφής (oops, πλεονασμός: η περιοχή είναι το ζητούμενό μας!).

Ετικέτες